- εφωριος
- ἐφώριοςἐφ-ώριος2созревший, спелый (sc. ὀπώρα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφώριος — ἐφώριος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. τού ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)] … Dictionary of Greek
ἐφώριος — mature masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφωρίοις — ἐφώριος mature masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφώριοι — ἐφώριος mature masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)